ούτος

ούτος
αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου)
(δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος)
1. αυτός, τούτος
2. φρ. (με επιρρμ. χρήσεις) α) «διά ταύτα» — γι' αυτό, όθεν
β) «προς τούτο» — γι' αυτό τον λόγο, με αυτό τον σκοπό
γ) «προς τούτοις» — προσέτι, συν τοις άλλοις, ακόμη, επί πλέον
δ) «μετά ταύτα» — ύστερα, κατόπιν
νεοελλ.
φρ. α) «επί τούτω» — επίτηδες
β) «μ' όλον τούτο», «μ' όλα ταύτα», «εν τούτοις» — ωστόσο, όμως
γ) «κατά ταύτα» — σύμφωνα με αυτά
δ) «ως εκ τούτου» — κατ' ακολουθία, ένεκα
αρχ.
Ι. ΧΡΗΣΗ ως προς τη συντακτική συμφωνία τής αντωνυμίας με αυτό που δεικνύεται: 1. κυρίως βρίσκεται ως αντωνυμικό ουσιαστικό και το ουδ. συντάσσεται με γεν. («ἐλθεῑν εἰς τοῡτο ὕβρεως», Δημοσθ.)
2. αλλά πολύ συχνά έχει θέση επιθ. και το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό συν. λαμβάνει το άρθρο, το οποίο παραλείπεται: α) στους επικούς ποιητές
β) όταν το ουσ. είναι ορισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε το άρθρο να μην είναι αναγκαίο («πατὴρ οὗτος σός, ὅνθρηνεῑς ἀεί», Σοφ.)
γ) όταν η αντων. έχει τοπ. εννοια
δ) όταν το όνομα με το οποίο συμφωνεί το ούτος τίθεται ως κατηγορούμενό του («δικαστοῡ αὕτη ἀρετή [ἐστι]», Πλάτ.)
ε) για εκδήλωση περιφρόνησης
3. συχνά η αντων. δεν συμφωνεί με το όν. που έχει τύπο κατηγορουμένου αλλά τίθεται σε ουδ. γένος (α. «οὐκ ἔστι ταῡτα ἀρχή», Αισχίν.
β. «τοῡτο γὰρ ἐστιν ὁ συκοφάντης αἰτιάσασθαι μὲν πάντα ἐξελέγξαι δὲ μηδέν», Δημοσθ.)
4. το ουδ. επίσης χρησιμοποιείται για πρόσ. περιφρονητικά
II. ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. μερικές φορές δεν δηλώνει το πλησιέστερο αλλά το σπουδαιότερο
2. χρησιμοποιείται για καταφρόνηση, σε αντιδιαστολή με το εκείνος, που δηλώνει έπαινο και δόξα («τούτους τοὺς συκοφάντας», Πλάτ.)
3. συχνά έχει σχεδόν επιρρηματική δύναμη («πολλὰ ὁρῶ ταῡτα πρόβατα» — βλέπω πολλά πρόβατα εδώ, Ξεν.)
4. μερικές φορές τίθεται ως δεικτ. τού ος («ἂ γ' ἔλαβες,... μεθεῑναι ταῡτα», Σοφ.)
5. τοιούτος, τέτοιος («οὗτος ἐγὼ ταχύτατι!», Πίνδ.)
6. μετά από παρένθεση το υποκ. επαναλαμβάνεται για έμφαση με το ούτος («οὐδέ γὰρ οὐδέ Ἀριστέης..., οὐδέ οὗτος προσωτέρω... ἔφησε ἀπικέσθαι», Ηρόδ.)
7. (το ταύτα ευρίσκεται σε ιδιαίτερες φράσεις) α) «ταῡτ', ὦ δέσποτα» — μάλιστα, κύριε
β) «ἦν ταύτα» — μάλιστα, βεβαίως
γ) «ταῡτα μὲν δὴ ὑπάρξει» — αυτό θα γίνει
8. (επιρρμ. χρήσεις) α) «ταῡτα» και, σπαν. «τοῡτο» — λοιπόν
β) «καὶ ταῡτα» — και μάλιστα
γ) «τοῡτο μέν..., τοῡτο δέ...,» αφ' ενός μεν, αφ' ετέρου δε
δ) «ἐν τούτῳ»
i) ωστόσο
ii) εντωμεταξύ
ε) «ἐκ τούτου», «ἐκ τούτων» — μετά από αυτά
στ) (η δοτ. τού θηλ. επιρρμ.) ταύτῃ
i) σ' αυτό τον τόπο, εδώ
ii) γι' αυτό («μηδὲν ταύτη γε κομήσῃς», Αριστοφ.)
iii) κατ' αυτό τον τρόπο, έτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. τής δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὕτη, τοῦτο είναι επιτατικό, αλλά αβέβαιης ετυμολ. Το πρώτο στοιχείο τού οὑ-, αὑ-, του-, ταυ- περιλαμβάνει πιθ. το θ. τού άρθρου , / , τό (επαυξημένο με το -υ, πρβλ. πάν-υ και αρχ.ινδ. so < *sau), όπως δείχνει ο καταμερισμός τών τ. με ή χωρίς αρκτικό τ- και με αρκτικό το- ή τα- που ανταποκρίνεται στην κλίση τού άρθρου. Το δεύτερο στοιχείο του είναι το το
ή τᾱ- (< ΙΕ ρίζα *to-, *ta-, πρβλ. λατ. is-te, is-ta)
βλ. και τις δεικτικές αντωνυμίες τοίος, τόσος, τηλίκος
Στην αττ. διάλ. η γεν. πληθ. τούτων τού αρσ. γένους γενικεύθηκε και στο θηλ. Η βοιωτική, εξάλλου, γενίκευσε σε όλη την κλίση το θ. τής ονομ. τού ενικού τού αρσ. γένους: οὗτον, οὗτο, οὕτᾱ. Υπήρξαν επίσης ταλαντεύσεις μεταξύ τών θεμάτων του- και ταυ-. Η Νέα Ελληνική γενίκευσε το θ. του-: τούτος, τούτη, τούτο, τού οποίου έχουμε μερικά παραδείγματα στην όψιμη κιόλας Κοινή. Παρατηρείται επίσης συχνά και ιδιαίτερα στην αττ. επίταση τού οὗτος με την προσθήκη τού δεικτικού μακρόχρονου μορίου -ι: οὑτοσί, αὑτηί. Ο τ., τέλος, τοτο, που μαρτυρείται σε αγγείο τού Διπύλου, ερμηνεύεται δύσκολα όπως και το μυκην. toto. Αν το αττ. τοτο και το μυκην. toto ταυτίζονται, ίσως πρόκειται για σχηματισμό που προήλθε από τον διπλασιασμό τού άρθρου (πρβλ. βεδικό tat-tad)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οὗτος — this masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕτος — ἔτος , ἔτος year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. — τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. См. Пальцем показывать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Alter Hercules = οὗτος ἄλλος Ἡρακλῆς. — См. Геркулес …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ταύταιν — οὗτος this fem dat dual οὗτος this fem gen dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τούτω — οὗτος this masc/neut gen sg (doric aeolic) οὗτος this masc acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοὖτος — οὗτος , οὗτος this masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑταιί — οὗτος this fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτηγί — οὗτος this fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”